- υγρά καύσιμα
- течни горива
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
καύσιμος — η, ο (Α καύσιμος, ον) [καύσις] αυτός που μπορεί να καεί, ο κατάλληλος για καύση, αυτός που χρησιμοποιείται για παραγωγή θερμότητας (α. «καύσιμες ύλες» β. «ἔκαιον πάντα ὅσα καύσιμα ἑώρων», Ξεν.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ.) το καύσιμο α) καύση, κάψιμο … Dictionary of Greek
αεριοποιώ — ( έω) μετατρέπω στερεά ή υγρά καύσιμα σε αέρια καύσιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέριο + ποιώ απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. gazeifier. ΠΑΡ. αεριοποίηση, αεριοποιητικός] … Dictionary of Greek
ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… … Dictionary of Greek
καυστήρας — Συσκευή κατάλληλη για την καύση στερεών, υγρών και αέριων καυσίμων (άνθρακα, πετρελαίου κλπ.) με σκοπό την παραγωγή θερμότητας. Η λειτουργία του κ. συνίσταται καταρχήν στην εισαγωγή ενός κατάλληλα προετοιμασμένου καυσίμου σε έναν μικρό ή μεγάλο… … Dictionary of Greek
λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
βασίλεια — (γερμ. Bâsel, γαλλ. Bâle). Πόλη (166.000 κάτ. το 2000) της Ελβετικής Ομοσπονδίας, πρωτεύουσα του ημικαντονίου Βασιλεία Πόλη (γερμ. Bâsel Stadt, γαλλ. Bâle Ville), το οποίο έχει έκταση μόλις 37 τ. χλμ. και 187.700 κατοίκους (2000). Είναι χτισμένη… … Dictionary of Greek
βασιλεία — (γερμ. Bâsel, γαλλ. Bâle). Πόλη (166.000 κάτ. το 2000) της Ελβετικής Ομοσπονδίας, πρωτεύουσα του ημικαντονίου Βασιλεία Πόλη (γερμ. Bâsel Stadt, γαλλ. Bâle Ville), το οποίο έχει έκταση μόλις 37 τ. χλμ. και 187.700 κατοίκους (2000). Είναι χτισμένη… … Dictionary of Greek
κλίβανος — Ονομασία διαφόρων κλειστών συσκευών, στο εσωτερικό των οποίων δημιουργείται θερμότητα. Οι κ., η χρήση των οποίων είναι γνωστή από παλιά, χρησιμοποιούνται σε μεγάλη έκταση και για ποικίλους σκοπούς. Η παλαιότερη και απλούστερη μορφή κ. είναι ο… … Dictionary of Greek
μπεκ — (Beck). Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) Γερμανών φιλελλήνων. 1. Βενιαμίν (; – 1822). Όταν άρχισε η Επανάσταση έφυγε από την πατρίδα του και ήρθε στην Ελλάδα για να αγωνιστεί στο πλευρό των επαναστατών. Πήρε μέρος σε διάφορες μάχες, στις οποίες… … Dictionary of Greek
σωλήνας — Μακρουλό και διάτρητο σώμα όπως το καλάμι: σιδερένιος σ., σ. πυροβόλου, σ. καπνοσύριγγας κλπ. Επίσης πεπτικός σ. καθώς και ένα είδος οστρακόδερμου. Οι σωλήνες χρησιμοποιούνται ευρύτατα στη βιομηχανία για πολλαπλές χρήσεις. Στη φωτογραφία,… … Dictionary of Greek